- ἐγχύσει
- ἔγχυσιςpouring infem nom/voc/acc dual (attic epic)ἐγχύσεϊ , ἔγχυσιςpouring infem dat sg (epic)ἔγχυσιςpouring infem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορνιθόρυγχος — (ornithorhynchus anatinus). θηλαστικό της τάξης των μονοτρημάτων. Το ενήλικο αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 60 εκ., από τα οποία το ένα τρίτο καταλαμβάνει η ουρά, που είναι πεπλατυσμένη και μυώδης. Το κεφάλι χαρακτηρίζεται από ρύγχος σε… … Dictionary of Greek